- στύφνο
- το, Ντο φυτό στρύχνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. αντί στρύφνος (πρβλ. και τις επίσης διαλ. ονομ. τού φυτού στύβνο και στύγνο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στύφνο — το είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σολανό — το, Ν βοτ. ένα από τα μεγαλύτερα γένη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη, με 1.500 περίπου είδη, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται ορισμένα μεγάλης οικονομικής σημασίας, όπως η πατάτα και… … Dictionary of Greek